- υποτάσσω
- ὑποτάσσω, ΝΜΑ, και υποτάζω Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α [τάσσω / τάζω]1. θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από την εξουσία ή την επίδραση, τη δική μου ή κάποιου άλλου, καθυποτάσσω, υποδουλώνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό κράτος» β. «πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῡ», ΠΔγ. «ὧν μὲν ἐκεῑνος τὸν μὲν ἐξέβαλε, τὸν δὲ ὑπέταξε, τοὺς δὲ ἀπέκτεινε», Πλούτ.)2. παθ. υποτάσσομαιμε τη θέληση μου τίθεμαι κάτω από την εξουσία κάποιου, υπακούω σε κάποιον (α. «έχει υποταχθεί τελείως στη γυναίκα του» β. «αἱ γυναῑκες ὑποτασσόμεναι τοῑς ἰδίοις ἀνδράσιν», ΚΔ)νεοελλ.μτφ. (σχετικά με ψυχική κατάσταση) ελέγχω, κατανικώ («κατόρθωσε να υποτάξει το πάθος του για εκδίκηση»)μσν.-αρχ.γραμμ. συντάσσω, εισάγω ρήμα σε υποτακτική («ἰστέον ὅτι τὸ ἵνα σύνδεσμος ὑποτάσσει, ὅταν δὲ κεῑται ἀντὶ τοῡ ὅπου οὐχ ὑποτάσσει», Μέγα Ετυμολογικόν)αρχ.1. κατατάσσω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «ταῑς θείαις ἀρχαῑς ὑπέταξε τὰς φυσικὰς ἀνάγκας», Πλούτ.β. «τοὺς τοιούτους ὑπὸ τὸ τῆς προδοσίας ὄνομα... ἄν τις ὑποτάττοι», Πολ.)2. τοποθετώ, βάζω κάτω ή πίσω από κάποιον ή από κάτι («οἱ δὲ... ὄπισθεν ὑποτέτακται τῷ παρασίτῳ», Λουκιαν.)3. (λογ.) λαμβάνω ως ελάσσονα πρόταση4. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ ὑποταττόμενοιοι υπήκοοι5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) οἱ ὑποτεταγμένοια) οι εξαρτώμενοι από κάποιονβ) οι εξής, τα πρόσωπα τών οποίων τα ονόματα ακολουθούν6. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ ὑποτεταγμένατα επόμενα, τα ακόλουθα7. φρ. α) «αἱ ὑποτεταγμέναι ἀρεταί» — οι υποδιαιρέσεις τών τεσσάρων βασικών αρετών (Στωικ.)β) «ἡ ὑποτεταγμένη διάνοια» — το περιεχόμενο, η ιδέα που βρίσκεται κάτω από τις λέξεις ενός κειμένου (Φιλόδ.)γ) «αἱ ὑποτεταγμέναι κῶμαι» — οι επόμενες κώμες, τα ονόματα τών οποίων ακολουθούν (Πτολ.).επίρρ...ὑποτεταγμένως ΜΑμε υποταγή.
Dictionary of Greek. 2013.